- πυκτίζω
- πυκτίζωfoldpres subj act 1st sgπυκτίζωfoldpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυκτίζω — (I) Α [πυκτή] συμπτύσσω, διπλώνω. (II) Α πυκτεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού πυκτεύω κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek